προσεδαφίζει

προσεδαφίζει
προσεδαφίζω
made fast
pres ind mp 2nd sg
προσεδαφίζω
made fast
pres ind act 3rd sg
προσεδαφίζω
made fast
pres ind mp 2nd sg
προσεδαφίζω
made fast
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσεδαφίζω — ΝΑ [ἐδαφίζω] νεοελλ. 1. φέρνω πτητική μηχανή ή διαστημικό όχημα στο έδαφος τής Γης ή άλλου πλανήτη («το διαστημόπλοιο προσεδαφίστηκε ομαλά στη Σελήνη») αρχ. 1. ρίχνω καταγής («λαῑλαψ πρόρριζον ἀνασπάσασα τῇ γῇ προσεδαφίζει», Ανών.) 2. φρ. «ὄφεων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”